Μάγᾳ

Μάγᾳ
Μάγαι , Μάγης
masc nom/voc pl (doric)
Μάγᾱͅ , Μάγης
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μάγα — Μάγᾱ , Μάγης masc nom/voc/acc dual (doric) Μάγης masc voc sg (doric) Μάγᾱ , Μάγης masc gen sg (doric aeolic) Μάγης masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγα — μάγα, ἡ (Μ) μάγισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maga «μάγισσα»] …   Dictionary of Greek

  • Μάγας — Μάγᾱς , Μάγης masc acc pl (doric) Μάγᾱς , Μάγης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγαν — Μάγᾱν , Μάγης masc acc sg (epic doric aeolic) Μάγης masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βερενίκη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’ (340; – 281 ή 271 π.Χ.). Κόρη του Λάγου και της Αντιγόνης, κόρης του Κασσάνδρου, και ετεροθαλής αδελφή του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν …   Dictionary of Greek

  • Απάμα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Βακτριανής Σπιταμένη (αρχές 4ου αι. π.Χ.). O Μέγας Αλέξανδρος, την ημέρα του πανηγυρισμού των γάμων του στα Σούσα (324 π.Χ.), την έδωσε σύζυγο στον Σέλευκο Α’ τον Νικάτορα. 2. Κόρη του Πέρση… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”